τρυσίππιον

τρυσίππιον
και πιθ. τ. τρυσίππειον, τὸ, Α
σημάδι που έκαναν με έγκαυμα στη γνάθο αλόγου που ήταν πια άχρηστο για δημόσια υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι- (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + ἵππος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρυσίππιον — a mark branded on the jaw of a horse superannuated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύσιππος — ὁ, ΜΑ (κατά τον Θεόγνωστ.) γέρικο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από τη λ. τρυσίππιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”